Ἡ καταστροφὴ τῆς Χίου, στὶς 30 Μαρτίουτοῦ 1822, ἦταν μία συμφορὰ ποὺ ἔπεσε στὸ νησὶ ἀπερίγραπτη.
Οἱ βιασμοί, οἱ σφαγές, ὁ ἐξανδραποδισμὸς, ὅσων ἐπεβίωσαν, δὲν μποροῦσε νὰ περιγραφῇ. Οἱ ὡμότητες ἦταν τόσο πολλές, ποὺ ὅλη ἡ Εὐρώπη ξεσηκώθηκε γιὰ νὰ τὶς κατακρίνῃ. Μά πῶς νά τό κάνουμε; Ἡ καταστροφὴ εἶχε γίνῃ. Μάλλιστα, ἦταν τόσοι πολλοὶ οἱ σκλάβοι, ποὺ τὸ ἐμπόρευμα ἔχασε τὴν ἀξία του καὶ τελικῶς ἔπνιγαν ὁλόκληρες καραβιὲς μὲ ἄτυχα γυναικόπαιδα, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ τοὺς πουλήσουν σὲ καλλίτερη τιμή.
Τὸ λιμάνι ἔπηξε ἀπὸ τουμπανιασμένα κορμιά. Σὲ εἰκοσιτέσσερις ὧρες μόνον γύρω ἀπὸ τὴν Χώρα ἐσφάγησαν μεταξὺ ὀκτὼ καὶ δέκα χιλιάδων ἀμάχων.
Ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ὁ στόλος μας ξεκουραζόταν στὰ λιμάνια τῆς Ὕδραςκαὶ τῶν Σπετσῶνκαὶ δὲν κουνοῦσε. Χρῆμα περίμεναν κι αὐτοί. Κι ἄς χανόταν ἡΧίος…
Στὰ Ψαρᾶἀπὸ τὴν ἄλλην, ἔπρεπε νὰ πλοῖα νὰ περιπολοῦν γιὰ νὰ προστατεύουν τὸ νησί. Κι ἔτσι ἡ Χίος πῆγε δίχως ἀντίστασι…
340.000 γρόσια ἔλαβαν, γιὰ νὰ ξεκινήσουν, οἱ ναύαρχοι, τὰ ὁποῖα τελικῶς μοιράστηκαν στὰ τρία νησιά, τὰ Ψαρά, τὴν Ὕδρα καὶ τὶς Σπέτσες. Κι ἐπὶ τέλους βγῆκαν στὸ Αἰγαῖον πέλαγος.
Στὶς 27 Ἀπριλίουσυγκεντρώνονται στὸ λιμάνι τῶν Ψαρῶν 57 πλοῖα, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ 23 ὑδραίϊκα, τὰ 18 σπετσιώτικα καὶ τὰ 16 ψαριανά.
Στὶς 18 Μαΐουεἰσέρχονται στὸ στενὸ ἀνάμεσα Χίου καὶ Οἰνουσῶν, πασχίζουν νὰ κτυπήσουν τὴν ἀρμάδα ἀλλὰ δὲν τὰ καταφέρνουν. Χάνουν κι ἕνα πυρπολικό, ποὺ πῆγε ἄδικα.
Ξεκινοῦν νὰ κτυπήσουν καὶ πάλι τὴν ἀρμάδα, στὶς 18 Μαΐου, ποὺ στέκεται ἐμπρὸς στὸ λιμάνι τῆς Χίου.
Τὴν 1η Ἰουνίουτοῦ 1822ξεκίνησαν τὰ πλοῖα μας ἀπὸ τὰ Ψαρά γιὰ τὸ λιμάνι τῆς Χίου.
Πέντε ἡμέρες ἄπνοια… Μὰ τὰ ξημερώματα τῆς 6ης Ἰουνίουσηκώθηκε μελτέμι…
Δύο πυρπολικὰ ἦταν μαζύ. Τοῦ Κανάρη καὶ τοῦ Πιπίνου. Σήκωσαν αὐστριακὲς σημαῖες καὶ ξεκίνησαν…
Ο Πιπῖνοςἦταν ἄντρας γενναῖος, τολμηρός, φωνακλᾶς, φουριόζος, ταχύς… Τὸ ἀντίθετον ἀπὸ τὸν Κανάρη. Τριανταδύο ἐτῶν παλληκάρι τότε.
Ὁ Κανάρηςπάλι ἦταν λιγομίλητος, ἥσυχος, σεμνός, μόλις εἰκοσιοκτὼ ἐτῶν καὶ μὲ τέσσερα παιδιά.
Μὲ τὰ λιγοστὰ γράμματα ποὺ ἤξερε, κατὰ πῶς μᾶς γράφει ὁΤερτσέτης, διάβαζε τὴν φυλλάδα μὲ τὰ κατορθώματα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ «εἰς τὴν ἀνάγνωσιν ἔτρεχαν δάκρυα, βρύση οἱ ὀφθαλμοί του».
Ὅσο πλησίαζαν στὰ πλοῖα τοῦ ὀθωμανικοῦ στόλου, τόσο τὰ περιπολικὰ τοὺς πλησίαζαν καὶ τοὺς «μετροῦσαν» περισσότερο.
Κάποιαν στιγμὴ ποὺ πλησίασαν ἀρκετά, φωνάζουν οἱ δικοί μας: «Νέμτσοι! Νέμτσοι!… (Αὐστριακοί! Αὐστριακοί!)
Οἱ ὀθωμανοὶ τὸ πιστεύουν….
Πλησιάζουν τὸν στόλο μὰ εἶχε πιὰ σουρουπώσῃ καὶ κόβεται τὸ μελτέμι…
Τὸ τσοῦρμο μουρμουρίζει, γιατὶ πιὰ μεγάλωνε ὁ κίνδυνος πολύ, κι ὁ Κανάρης, γιὰ πρώτη του φορά, βά;ζει τὶς φωνές: «Γιὰ ἀκοῦτε δῶ, κανέναν δὲν πῆρα μὲ τὸ ζόρι. Ὅποιος τὸ μετάνοιωσε, νὰ ἡ θάλασσα, ἄς πέσῃ καὶ κολυμπῶντας ἄς σωθῇ».
Μὰ τὰ μεσάνυκτα λίγο πάλι ἔπιασε τὸ ἀεράκι… Αὐτὸ ἦταν…
Τελευταῖα νύκτα τοῦ ῥαμαζανιοῦ κι ἐπάνω στὴν ναυαρχίδα ὅλοι γλεντοῦσαν. Ἕνα ντελίνι 84 κανονιῶν.
Ὁ καπουτὰν πασσᾶς Καραλῆςεἶχε προσκεκλημένους ὅλους ὅσους χωροῦσε τὸ πλοῖο του. Ἐπάνω σὲ αὐτὸ τὸ πλοῖο 2.200 ἄτομα, γλεντοῦσαν εὐτυχισμένα κι ἀνέμελα λίγο πρὶν τὸν ὄλεθρό τους.
Ὁ Κανάρης αὐτὸ τὸ ντελίνι, τὴν καπιτάνα, στόχευσε.
Δίδει ὁδηγίες στὸν τιμονιέρη του τὸν Θεοφιλόπουλο.
Μία τὸ πρωΐ πιά, ξημερώματα 7ης Ἰουνίου 1822. Ἀπὸ τὸ ντελίνι, τὴν ναυαρχίδα, ἀντιλαμβάνονται πιὰ πὼς τὸ πλεούμενον εἶναι ἐχθρικό… Πέφτουν πυροβολισμοί. Μὰ τίποτα δὲν σταματᾶ τώρα πιὰ τὸν Κανάρη. Μεθοδευμένα, σταθερά, σίγουρα δρᾶ.
Ἡ δουλειὰ θέλει ψυχραιμία… Χώνουν τὸ μπαστούνι τοῦ μπουρλότου μέσα σὲ μίαν μπουκαπόρτα, δένει τοὺς γάντζους καὶ τὸ ἀνάβει…
Οἱ εἰκοσιτέσσερις ἥρωες πηδοῦν στὸ βοηθητικὸ πλοιάριο καὶ ξεκινοῦν ἀγώνα δρόμου γιὰ τὴν διαφυγή τους.
Ὁ συναγερμὸς ἐπάνω στὴν ναυαρχίδα γενικεύεται, ὅπως καὶ οἱ πυροβολισμοί. Οἱ σφαῖες σφυρίζουν γύρω ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν παλληκαριῶν μας.
Πασχίζουν νὰ κατεβάσουν τὸν Καραλῆ πασσᾶ ἀπὸ τὴν πλωτή του παγίδα, ἀλλὰ ἐκείνη τὴν στιγμὴ τὸ μεγάλο κατάρτι τῆς ναυαρχίδος του σπάει καὶ τὸν τὸν πλακώνει, ἀφήνοντάς τον στὸν τόπο. Ὁ παρ’ ὁλίγον νέος Βαρβαρόσα, κατὰ πῶς τὸν ἀποκαλοῦσαν, δὲν πρόλαβε νὰ χαρῇ τὸ λαμπάδιασμα τῆς ναυαρχίδος του.
Σὲ λίγο τὸ ντελίνι ἀνατιναζόταν. «Τὶ φεγγοβολή!», ἀνεφώνησε ὁ Κανάρης.
Στὶς δύο τὰ ξημερώματα ἡ φωτιὰ ἔφθασε στὴν μπαρουταποθήκη. Ἡ ἔκρηξις στάθηκε τρομερή. Ἔως καὶ στὴν Σμύρνηἐθαύμασαν τὴν λάμψι της.
Ἀπὸ τοὺς 2.200 ποὺ ἦταν ἐπάνω στὸ ντελίνι μόλις διακόσια διεσώθησαν.
Ἦταν μία μικρὴ κατάθεσις συγγνώμης γιὰ τὰ θύματα τῆς Χίου.
Σύσσωμος ὁ εὐρωπαϊκὸς τύπος ἔγραψε γιὰ ἐτοῦτο τὸ νέο κατόρθωμα.
Ὁ Κανάρης ἦταν πλέον ὁ μεγάλος ἥρως τοῦ 1821.
Κι ὁ μεγάλος μας ποιητὴς Ἀνδρέας Κάλβοςἔγραφε:
«Κανάρη! -καὶ τὰ σπήλαια
τῆς γῆς ἐβόουν, Κανάρη.-
Καὶ τῶν αἰώνων τὰ ὄργανα
ἴσως θέλει ἀντηχήσουν
πάντα Κανάρη.
Τοῦ Πιπίνου τὸ πυρπολικὸ κόλλησε στὴν ὑποναυαρχίδα ἀλλὰ κατάφεραν καὶ τὸ ξεκόλλησαν γρήγορα οἱ ναῦτες της. Ὅμως ἀκυβέρνητο καθῶς ἦταν σκόρπισε τὸν τρόμο καὶ τὸν φόβο στὶς φρεγάτες, στὰ ντελίνια καὶ στὶς κορβέτες τοῦ ὀθωμανικοῦ στόλου.
Ἡ ἀρμάδα ξεκινᾶ γιὰ τὴν Μυτιλήνη, δίχως νὰ τὴν καταδιώκῃ κάποιος καὶ σταματᾶ μόνον ὅταν περνᾶ τὰ Δαρδανέλλια. Δὲν ἐπανεμφανίσθῃ στὸ Αἰγαῖον γιὰ νὰ συνδράμῃ στὴν ἐκστρατεία τοῦΔράμαλη, συμμετέχοντας οὐσιαστικῶς στὴν καταστροφή του.
Φιλονόη.
Πληροφορίες ἀπὸ τὴν «Ἐπαναστασι τοῦ ’21» τοῦ Δημητρίου Φωτιάδου.