Χάλκινη Σπαρτιατική ασπίδα 425 πΧ_τρόπαιο των Αθηναίων μετά την νίκη στην Σφακτηρία_Αθήνα Στοά Αττάλου
Η μάχη της Σφακτηρίας (425 π.Χ.) αποτελεί το δεύτερο στάδιο της μάχης που τελείωσε με την παράδοση μιας δύναμης Σπαρτιατών οπλιτών (Πελοποννησιακός πόλεμος). Η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν σε αυτή την σχεδόν πρωτοφανή καταστροφή ξεκίνησε όταν μια Αθηναϊκή δύναμη υπό την αρχηγία του Δημοσθένη αποβιβάσθηκε στο βραχώδες ακρωτήριο της Πύλου, νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου και εγκατέστησε οχυρή θέση. Ο Πελοποννησιακός στρατός υπό τον βασιλέα Άγι εγκατέλειψε την εισβολή στην Αττική και επέστρεψε στην Πελοπόννησο, ενώ οι δυνάμεις που ήσαν ήδη στην Σπάρτη κινήθηκαν δυτικά για να αντιμετωπίσουν τη νέα απειλή.
Επειδή ο Δημοσθένης αποτελούσε σοβαρό πρόβλημα οι Σπαρτιάτες συγκέντρωσαν τον στόλο τους στην Πύλο και ο ίδιος βρέθηκε πολιορκούμενος από ξηρά και θάλασσα. Η Αθηναϊκή θέση ήταν σε ακρωτήρι στο ένα άκρο του κόλπου της Πύλου. Το νησί της Σφακτηρίας το οποίο ευρίσκετο έξω από το στόμιο του κόλπου είχε καταλειφθεί από τους Σπαρτιάτες. Ο Σπαρτιατικός στόλος μετακινήθηκε στο κόλπο, παγιδεύοντας τους Αθηναίους και εμποδίζοντας οποιαδήποτε προσπάθεια προμήθειας και ανεφοδιασμού. Στην προκύπτουσα μάχη της Πύλου οι Αθηναίοι κατάφεραν να αποκρούσουν διπλή επίθεση των Σπαρτιατών, αλλά σώθηκαν στην κυριολεξία με την άφιξη του Αθηναϊκού στόλου ο οποίος επέφερε βαριά ήττα στον αντίστοιχο Σπαρτιατικό στο εσωτερικό του κόλπου, αίροντας τον αποκλεισμό της Πύλου.
Μια δύναμη 420 Σπαρτιατών οπλιτών, υπό τις διαταγές του Επιτάδα υιού του Μολοβρού, βρέθηκαν παγιδευμένοι στην Σφακτηρία. Οι Σπαρτιάτες αντέδρασαν στέλνοντας ανώτερους αξιωματούχους στην Πύλο, προκειμένου να εξετάσουν την κατάσταση. Όταν έγινε σαφές ότι δεν μπορούσαν να ελπίζουν σε προμήθειες ή να σώσουν τους οπλίτες, ζήτησαν από τους Αθηναίους ανακωχή. Η μεγαλύτερη αδυναμία στο Σπαρτιατικό σύστημα ήταν η έλλειψη «ομοίων» με αποτέλεσμα η απώλεια 420 Σπαρτιατών να αποτελεί δυσαναπλήρωτο κενό. Αυτό αποτυπώθηκε και στους όρους που συμφώνησαν με τους Αθηναίους. Κάθε πολεμικό πλοίο που είχε λάβει μέρος στις προηγούμενες μάχες και κάθε πολεμικό πλοίο στη Λακωνία θα παρεδίδετο στους Αθηναίους κατά τη διάρκεια της ανακωχής. Οι Σπαρτιάτες θα σταματούσαν όλες τις επιθέσεις στην Πύλο, ενώ οι Αθηναίοι θα σταματούσαν τις επιθέσεις στην Σφακτηρία και θα επέτρεπαν τη διάθεση τροφίμων στο νησί. Η ανακωχή θα παρέμενε σε ισχύ, ενόσω οι Σπαρτιάτες εκπρόσωποι μετέβαιναν στην Αθήνα για να διαπραγματευθούν τους όρους ειρήνης.
Όμως οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις και οι όροι δεν ικανοποιούσαν τους Αθηναίους. Απαίτησαν την επιστροφή των εδαφών που έχασαν στο τέλος του πρώτου Πελοποννησιακού πολέμου και όταν οι διαπραγματεύσεις χάλασαν αρνήθηκαν να τηρήσουν τους όρους της ανακωχής και δεν επέστρεψαν τα πολεμικά πλοία. Η ανακωχή διήρκεσε είκοσι ημέρες.
Μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, οι μάχες επαναλήφθηκαν. Οι Σπαρτιάτες συνέχισαν τις επιθέσεις τους στους Αθηναίους στην Πύλο, ενώ οι Αθηναίοι διατήρησαν τον ναυτικό αποκλεισμό της Σφακτηρίας. Ενώ και οι δύο πλευρές ήσαν υπό πολιορκία, οι Σπαρτιάτες κατέβαλαν προσπάθειες για να μεταφέρουν προμήθειες στα στρατεύματά τους. Εθελοντές κλήθηκαν να προσπαθήσουν να μεταφέρουν προμήθειες στο νησί, με ανταμοιβή μετρητά και την ελευθερία ως ανταμοιβή για τους είλωτες. Ορισμένοι περίμεναν τις κατάλληλες καιρικές συνθήκες και κατόπιν έπλευσαν προς το νησί με ταχύτητα, καταστρέφοντας τα πλοία αλλά κερδίζοντας την ανταμοιβή. Άλλοι κολύμπησαν κάτω από το νερό, μεταφέροντας είδη προστατευμένα από δέρματα.
Καθώς η πολιορκία παρατείνονταν οι Αθηναίοι ανησυχούσαν ότι οι Σπαρτιάτες θα διέφευγαν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Κλέων, ο οποίος είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην απόρριψη της προσφοράς ειρήνης εκ μέρους των Σπαρτιατών να καταστεί δυσάρεστος. Σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει η δημοτικότητά του προσπάθησε να κατηγορήσει το στρατηγό Νικία υιού του Νικηράτου, για τις αποτυχίες του, υποστηρίζοντας ότι ένας πραγματικός ηγέτης θα είχε ήδη καταλάβει το νησί. Αυτό είχε ως συνέπεια να προκαλέσει τον προβληματισμό του δήμου ότι: «εφόσον ο στρατός δεν ήταν ικανός να εκτελέσει κάτι τόσο απλό, γιατί ο Κλέων δεν ανελάμβανε ο ίδιος την αρχηγία προκειμένου να επικρατήσει στην πολιορκία». Ο Νικίας αντιλαμβανόμενος τον ελιγμό του έδωσε την άδεια να συγκεντρώσει τον απαιτούμενο στρατό και να αναλάβει τη διοίκηση της πολιορκίας. Τελικά ο Κλέων όντας δεσμευμένος, δεν είχε άλλη επιλογή από να πάει στη Σφακτηρία. Αναλαμβάνει το διακύβευμα και αναγγέλλει ότι θα καταλάβει το νησί σε είκοσι ημέρες, χωρίς να απαιτηθούν επιπλέον Αθηναϊκά στρατεύματα.
Ο Κλέων συγχρονίζει τέλεια χρονικά την άφιξή του στη Σφακτηρία. Ο Δημοσθένης ήταν απρόθυμος να ρισκάρει μια αποβίβαση στο νησί, διότι ήταν καλυμμένο με πυκνό δάσος και μονοπάτια και πίστευε ότι αυτό έδιδε στους Σπαρτιάτες μεγάλο πλεονέκτημα. Λίγο πριν ο Κλέων φτάσει κάποιος Σπαρτιάτης προκαλεί κατά λάθος πυρκαγιά στο δάσος και τα περισσότερα δέντρα καίγονται. Η φωτιά αποκάλυψε μια σειρά από πιθανά σημεία αποβίβασης, καθώς και ότι υπήρχαν περισσότεροι Σπαρτιάτες στο νησί από ό, τι πιστευόταν.
Οι δύο Αθηναίοι στρατηγοί στέλνουν αγγελιοφόρο στο νησί προκειμένου να ρωτήσει τους Σπαρτιάτες αν επιθυμούν να παραδοθούν με γενναιόδωρους όρους. Όταν η προσφορά απορρίπτεται, περιμένουν μια ημέρα και στη συνέχεια ξεκινούν αιφνιδιαστική επίθεση στο νησί. Οι Σπαρτιάτες ήταν χωρισμένοι σε τρία στρατόπεδα. Το κύριο στρατόπεδο, υπό τον Επιτάδα, βρισκόταν στο κέντρο του νησιού, ήταν σε επίπεδη τοποθεσία και το καλύτερα υδροδοτούμενο λόγω της ύπαρξης πηγής (σημαντικός παράγοντας επιβίωσης). Επιπλέον υπήρχε μια φρουρά τριάντα οπλιτών στο άκρο του νησιού, στην οποία οι Αθηναίοι επέλεξαν να επιτεθούν (πιθανώς το νότιο άκρο) και ένα άλλο μικρό απόσπασμα τοποθετημένο στο αντίθετο άκρο, απέναντι από το ακρωτήριο της Πύλου. Αυτό ήταν το πλέον βραχώδες άκρο του νησιού στο οποίο υπήρχε ένα παλιό φρούριο που οι Σπαρτιάτες σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν ως καταφύγιο. Η επίθεση έγινε την εβδομηκοστή δεύτερη ημέρα από την ναυμαχία, λόγω της οποίας είχαν παγιδευτεί οι Σπαρτιάτες.
Οι Αθηναίοι επιβιβάζουν στα πλοία 800 οπλίτες ενώ είναι ακόμα σκοτάδι. Τα πλοία στη συνέχεια πλέουν στη θάλασσα, σαν να επρόκειτο να εκτελέσουν τις συνήθεις καθημερινές περιπολίες, αλλά τελικά εκτελούν απόβαση στο νησί. Οι Σπαρτιάτες αιφνιδιάζονται. Αυτό επιτρέπει στον Δημοσθένη να φέρει και τον υπόλοιπο στρατό, ήτοι τις συμμαχικές δυνάμεις και τα πληρώματα των εβδομήντα Αθηναϊκών πολεμικών πλοίων (800 τοξότες και τουλάχιστον 800 πελταστές). Αυτός ο στρατός διαιρείται στη συνέχεια σε ομάδες των 200 περίπου ατόμων και αυτές αναπτύσσονται σε υψηλά σημεία γύρω από την κύρια θέση των Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες βρίσκονται παγιδευμένοι. Εάν προσπαθήσουν να επιτεθούν σε οποιοδήποτε τμήμα της Αθηναϊκής δύναμης, θα εκτεθούν οι ίδιοι σε επιθέσεις από τα μετόπισθεν, ενώ οι ελαφρότερα οπλισμένοι Αθηναίοι θα είναι σε θέση να υποχωρήσουν.
Όταν ο Επιτάδας συνειδητοποίησε ότι οι Αθηναίοι είχαν αποβιβασθεί στο νησί, παρατάσσει τους άνδρες του και κινείται για να επιτεθεί στους Αθηναίους οπλίτες, αναμένοντας μια τυπική σύγκρουση οπλιτών.
Τελικά οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν να πλαγιοκοπούνται……….από τοξότες, πελταστές και σφενδονιστές. Οι Αθηναίοι οπλίτες εν τω μεταξύ δεν προωθούνται, με αποτέλεσμα οι Σπαρτιάτες μη δυνάμενοι να προσεγγίσουν τον στόχο τους….υποχώρησαν και οχυρώθηκαν στο φρούριο. Οι Αθηναίοι τους ακολούθησαν και εξαπέλυσαν κατευθείαν επίθεση, αλλά αυτή τη φορά το πλεονέκτημα ήταν με τους Σπαρτιάτες και έτσι απέτυχαν να τους απωθήσουν από το οχυρό.
Την διέξοδο στο πρόβλημα έδωσε ο διοικητής του Μεσσηνιακού στρατιωτικού τμήματος. Αφού ζήτησε από τον Κλέωνα και τον Δημοσθένη να του δώσουν κάποιους τοξότες και ελαφριά στρατεύματα πήρε το δρόμο γύρω από τη βραχώδη ακτή του νησιού, έως ότου φτάσει σε κάποιο ύψωμα πίσω από το φρούριο. Όταν τα στρατεύματα εμφανίστηκαν πίσω τους οι Σπαρτιάτες εγκατέλειψαν τις εξωτερικές γραμμές τους και συμπτύχθηκαν προς τα πίσω.
Σε αυτό το σημείο ο Κλέων και ο Δημοσθένης ζήτησαν να σταματήσει η μάχη και έστειλαν άλλη μια φορά κήρυκα, για να προσφέρει όρους παράδοσης. Οι Σπαρτιάτες εν τω μεταξύ είχαν χάσει τον Επιτάδα, που είχε σκοτωθεί, ενώ ο δεύτερος στην ιεραρχία, Ιππαγρέτας ήταν άσχημα πληγωμένος. Αυτά τα γεγονότα καθιστούσαν τον τρίτο στην ιεραρχία, Στύφωνα αρχηγό. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη οι περισσότεροι από τους Σπαρτιάτες όταν άκουσαν τους κήρυκες, κατέβασαν τις ασπίδες τους και κατέστησαν σαφές ότι ήθελαν να παραδοθούν, ώστε ο Στύφων δεν είχε άλλη επιλογή από το να αρχίσει διαπραγματεύσεις παράδοσης. Μετά από διαβούλευση με τους Σπαρτιάτες αξιωματούχους στην ηπειρωτική χώρα (οι οποίοι του είπαν «η απόφαση είναι δική σας, εφ’ όσον δεν κάνετε κάτι ατιμωτικό») ο Στύφων αποφάσισε να παραδοθούν.
Οι Αθηναίοι είχαν κατακτήσει ένα πολύτιμο βραβείο. Από τους 440 οπλίτες που είχαν παγιδευτεί στο νησί, 292 συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στο Αθήνα. Από αυτούς οι 120 ήσαν «όμοιοι», ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό για μια τόσο μικρή ομάδα. Η παράδοση των Σπαρτιατών προκάλεσε σοκ σε όλο τον Ελληνικό κόσμο, καθότι δεν αναμενόταν να παραδοθούν, αλλά να πολεμήσουν μέχρι θανάτου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες νίκης ή ήττας. Η παράδοση επίσης, προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση στη Σπάρτη και πυροδότησε μια σειρά από «προσφορές ειρήνης». Οι φυλακισμένοι απετέλεσαν σημαντικό παράγοντα όταν τέσσερα χρόνια αργότερα, η «Νικίειος» ειρήνη (421 π.Χ.) σταμάτησε τον πόλεμο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, καθότι μία από τις ρήτρες της συνθήκης ειρήνης προέβλεπε να οδηγηθούν όλοι οι Σπαρτιάτες σε φυλακή στην Αθήνα ή σε οποιαδήποτε Αθηναϊκή επικράτεια.
chilonas.wordpress.com