ΤΟ “ΜΑΥΡΟ ΑΛΩΝΙ”…ΛΑΜΠΡΟΤΡΙΤΗ ΣΤΗΝ ΙΕΡΙΣΣΟ! Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΚΟΤΑΔΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ, ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
Ποιοι ζουν στην Ιερισσό; Τίνος απόγονοι είναι αυτοί οι περίεργοι τύποι, που αντιστέκονται , όταν όλοι είναι εναντίον τους;
Στην Ιερισσό της Χαλκιδικής, πάνω από τα απειράριθμα τραγούδια και άλλους πλούσιους χορούς, βασικός χορός είναι ο «Καγκελευτός».
Από το 1913, όταν απελευθερώθηκε η Μακεδονία, οι κάτοικοι της Ιερισσού, με επικεφαλείς τους ιερείς ξεκινούν κάθε Τρίτη του Πάσχα από την κεντρική εκκλησία, ψάλλοντας και ενώ συνεχώς κρούεται ξύλινο σήμαντρο, πηγαίνουν στη θέση όπου βρίσκεται «το αλώνι» . Εκεί ψάλλεται τρισάγιο και επακολουθεί χορός καθώς και άλλες εορταστικές εκδηλώσεις. Γίνεται, δηλαδή, μια πανήγυρη και τελετή εθνικοθρησκευτική, ένα κράμα επιμνημόσυνης δέησης μαζί και δοξολογίας.
Η τελετή αυτή έχει και την αρχή της στα χρόνια της επανάστασης του 1821 και αιτία ένα τραγικό τοπικό επεισόδιο του Αγώνα, την ομαδική σφαγή υπερτετρακοσίων Ιερισσιωτών, οι οποίοι φαίνεται ότι εκτός της καταστροφής της πόλης τους, πλήρωσαν από τους πρώτους τότε στην Χαλκιδική με το αίμα τους…
Κατά τον ιστορικό I. Βασδραβέλλη («Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας»), η σύλληψη και η σφαγή των 400 Ιερισσιωτών έγινε από τον Σιντίκ Γιουσούφ Μπέη, όταν αμέσως μετά τις σφαγές της Θεσσαλονίκης και την έκδοση του φιρμανίου με το οποίο διετάσσετο η εξόντωση των επαναστατών της Χαλκιδικής και η καταστροφή των χωριών της, εξεστάτευσε δια μέσου του λεκανοπεδίου του Λαγκαδά στην Ιερισσό, για να επιτηρεί από εκεί τους επαναστάτες του Εμμανουήλ Παπά στο Λγιο Όρος.Κατά τον Λαογράφο Γιώργο Μαρίνου. “Όλα ξεκίνησαν όταν ο Εμμανουήλ Παπάς έφτασε στη Ρεντίνα, όπου βρήκε αντίσταση κι έτσι γύρισε στο Άγιο Όρος. Εκεί, επικράτησαν οι Τούρκοι λόγω υπεροπλίας. Τα γυναικόπαιδα πήγαν στην Ιερά Μονή Ζωγράφου, ενώ ο Μπαρουάν Πασάς -λέει η ιστορία- με το στρατό του εγκαταστάθηκε στη μετόπη της Ιεράς Μονής Ζωγράφου. Άρχισαν οι διαβουλεύσεις μεταξύ Τούρκων και Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους, για να επιστραφούν τα γυναικόπαιδα με την υπόσχεση ότι δε θα βλάψουν κανέναν οι Τούρκοι. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των γυναικόπαιδων υπήρχαν και πολλοί επαναστάτες. Μ’ αυτήν την υπόσχεση γύρισαν πίσω και οι Τούρκοι τους συγκέντρωσαν στο Μαύρο Αλώνι. Τους υποχρέωσαν ως ένδειξη υποταγής, ενώ βρίσκονταν σε κύκλο, να περάσουν κάτω από τα γιαταγάνια, που κρατούσαν δύο Τούρκοι. Η παράδοση λέει ότι ένα παιδί ονόματι Γιάννης ήταν αυτός, που έδωσε το έναυσμα ότι δεν προσκυνάνε. Κι άρχισε η σφαγή των τετρακοσίων Ιερισσιωτών”.
Πιστή αναπαράσταση εκείνου του τραγικού γεγονότος, εκείνου του μακελειού του 1821 είναι ο «καγκελευτός χορός» που επινοήθηκε και καθιερώθηκε να γίνεται στον τόπο της σφαγής που από τότε λέγεται «Μαύρο Αλώνι».
Ο χορός ανοίγει με διάφορα καθιερωμένα πια τραγούδια, που τραγουδούν η μια μετά την άλλη οι γυναίκες που χορεύουν. Και όταν «στρώσει» αρκετά ο χορός, αρχίζει ο επίσημος της ημέρας, ιδιότροπος «Καγκελωτός» ή «Καγκελευτός» χορός. Παλαιότερα, μας είπαν οι κάτοικοι της περιοχής, επειδή ο χορός αυτός θεωρείται ιερός, τον χόρευαν και τον τραγουδούσαν όλες ανεξαιρέτως οι γυναίκες και όλοι οι άνδρες. Μάλιστα το θεωρούσαν καθήκον ιερό και τον χόρευαν ακόμα κι οι παπαδιές, που κατ’ αρχήν δεν τους επιτρεπόταν να χορεύουν. Ο χορός χορεύεται με τον παρακάτω τρόπο: Οι δύο πρώτοι άνδρες του χορού, ο πρωτοσυρτής και ο πρωτοκαγκελευτής, ενώ εξακολουθούν να χορεύουν, χωρίζονται και σχηματίζουν με τα χέρια τους ένα είδος καμάρας, κάπω απ’ όπου αντιστρέφονται εκείνοι που περνούν. Αυτό γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούνται πολλές σπείρες αντιμέτωπες, και παρουσιάζεται έτσι ένα είδος λαβύρινθου με σχήμα φιδιού.
Ο χορός ανοίγει συνήθως με το τραγούδι:
«Στου μαύρου νιού –μάννα μ’- τ’αλώνι του μαρμαρινό.
Παίζουν ντ’ ουμάδα –παίζουν- γυιός κι βασιλιάς.
Κανείς κι δεν την παίζει σαν ντου Γιαννάκη».
Το θεαματικότερο και επίσημο μέρος του χορού, αρχίζει με τον στίχο παράγγελμα:
«Άκουσι συ Προυτουσυρτή κι συ Προυτουκαγκιλευτή!
Για βιργουλίγα ντου χουρό για βιργουκαγκιλέψτι τουν».
Τότε οι δύο πρώτοι του χορού, ο Πρωτοσυρτής και ο Πρωτοκαγκελευτής, διίστανται και σχηματίζουν με τα χέρια υψωμένα ένα είδος καμάρας, κάτω από την οποία περνούν όλοι οι χορευτές.
«Να διώ ψηλές, να διώ λιγνές, να διώ την κόρη π’αγαπώ
Του ποιος κρατεί του χέρι της, του ποιος την αρραβώνα της
Ένας οχτρός μου γείτονας, άς του κρατεί κι άς χαίριτι
Ως την απάνου Κυριακή, ώσπου ν’ αρραβουνιάσουμι»