γραφει ο αρισταρχος
Πιάνω την σκέψη μου που πετάει χωρίς προορισμό και λογική. Έτσι σαν αετός που ψάχνει για την λεία του και φέρνει ένα γύρω πάνω από όλους και πάνω από όλα. Ύστερα ζουμάρει πάνω σε κάτι που μόνο αυτή βλέπει και στην βουτιά επάνω εξοστρακίζεται σε χίλιες μεριές και χάνεται σαν να μην υπήρξε ποτέ. Δεν ξέρω ούτε πόση ώρα πέρασε ούτε καν τι έγινε. Μόνο μια αμηχανία κι από πάνω σαν Δαμόκλειο σπάθη όλα μου τα προβλήματα άλυτα και επικίνδυνα να ζητούν διέξοδο.
Κι όμως, πρέπει να συγκεντρωθώ και να τα βάλω όλα σε μια τάξη. Αλλά ξεφεύγω, ίσως γιατί ξέρω πως έχω περάσει πολλές φορές από το ίδιο σημείο στο ίδιο δάσος κι έχω χαθεί. Μάλλον δεν χάθηκα, απλά φοβάμαι. Φοβάμαι να βγω γιατί πάλι θα συναντήσω τα ίδια ελαφριά πράγματα να επιπλέουν και οργίζομαι αλλά, φοβάμαι και να φωνάξω. Να διαμαρτυρηθώ, να ουρλιάξω, να διεκδικήσω. Να καταργήσω!
Εγώ που διόρισα, εγώ που εξουσιοδότησα, εγώ που διάλεξα τον δυνάστη και δήμιό μου. Εγώ που στηρίζω βλακώδεις πρακτικές κι έχω βάλει τον ώμο μου να κρατώ ένα σάπιο οικοδόμημα γεμάτο φλούφληδες και απατεώνες. Φοβάμαι να φωνάξω ¨μην με αδικείς, μην με κλέβεις, μην με χτυπάς… αγάπα με¨. Φοβάμαι να καταγγείλω, να καταδικάσω.
Κρύβομαι πίσω από χίλιες δικαιολογίες που ούτε το ηλίθιο εγώ μου αποδέχεται. Κρύβομαι πίσω από ψέματα και ψευτονταηλίκια. Ναι, πάντα κρυβόμουν. Κι όταν κάποιον χτυπούν εγώ κρύβομαι. Κι όταν κάποιον βιάζουν εγώ κρύβομαι. Κι όταν κάποιον αδικούν εγώ πάλι κρύβομαι. Ψάχνω το πιο βαθύ λαγούμι, την πιο κρυφή θέση μέσα μου και χάνομαι, γίνομαι αόρατος. Πάντα με τρόμαζαν οι φωνές, ο θυμός. Ήθελα ηρεμία, δουλειά, σπίτι. Τα προβλήματα ας τα έλυναν οι άλλοι οι… γενναίοι.
Πάντα χαιρόμουνα που κέρδιζαν άλλοι για μένα, που αγωνίζονταν άλλοι για μένα. Τους παρακολουθούσα με νοερό ενδιαφέρον γιατί ήξερα πως τα κέρδη τους θάταν και δικά μου. Έτσι έμαθα να ζω, να βολεύομαι. Έτσι πάντα πορευόμουν, αλλά όμως τώρα γίναμε πολλοί. Και οι ήρωες της πρώτης γραμμής χαθήκαν. Άδικα περιμένω τον σωτήρα μου που θα αγωνιστεί για μένα, πάντα χωρίς… εμένα. Αυτή η γραμμή καταργήθηκε και το λεωφορείο της αδιαφορίας δεν περνάει πια από δω. Τζάμπα περιμένω στην στάση με τα μάτια στην γωνία. Και η πινακίδα του ¨όλοι σας θα πολεμήσετε, όλοι μας θα δοξαστούμε¨ έσβησε για πάντα.
Πάλι απόψε σε μια τηλεόραση μπροστά θα κουρνιάσω να ακούσω κάτι γι αυτούς που ξέμειναν από όνειρα και ελπίδες. Πάλι θα κλαυτώ στο καβούκι μου και θα πολεμώ με την κακιά μου τύχη. Ένας εμφύλιος που θα με διαλύσει, θα με εκμηδενίσει. Πάλι θα απλώνω το χέρι για μια βοήθεια χωρίς να δίνω την δική μου. Καιρός να πάρω γενναίες αποφάσεις.
Τέρμα η οδυνηρή μοναξιά. Σαν στρείδι θα ανοίξω κρατώντας το δικό μου μαργαριτάρι και, θα ενώσω για να ενωθώ, θα μοιράσω για να μοιραστώ, θα παλέψω και θα αγωνιστώ μόνο με ένα όραμα
Όλα για όλους και με όλους!
αἰέν ἀριστεύειν