Δρ. Εύη Ψαρρού
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση»,
τεύχος 567, σελ. 171, ΔΕΚ 2008- ΙΑΝ 2009, έκδοση
Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού/ΓΕΝ. Αναδημοσίευση
στο Περί Αλόςμε την έγκριση της ΝΕ.
Το «Ελλήσποντος». Έργο του Αριστείδη Γλύκα, 1929. Γκουάς σε χαρτί.
ΦΩΤΟ: Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, αρ. Συλλογής: 939.
Εισαγωγή στο Ναυτικό της Χίου
Η Χίος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ελληνικούς παραδοσιακούς ναυτόπους. Η πορεία της Χιώτικης ναυτιλίας αποτελεί μεγάλο κεφάλαιο στην κοινωνική και πολιτική ζωή των Χιωτών τόσο εντός των ορίων του νησιού, όσο και εκτός, στις περιοχές δηλαδή που οι Χιώτες έμποροι και καραβοκύρηδες και οι μετέπειτα εφοπλιστές, είχαν εγκαταστήσει τις επιχειρήσεις τους. Καθώς η Χιώτικη ναυτιλία κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία της ελληνικής ναυτιλίας, στην παρούσα μελέτη θα σκιαγραφήσουμε πορεία της από τον 19ο αιώνα μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και θα επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στο ξεκίνημά της, αφού τα αξιοθαύμαστα σύγχρονα επιτεύγματα των Χιωτών πλοιοκτητών και εφοπλιστών είναι λίγο έως πολύ σε όλους μας γνωστά.
Η σπουδαιότητα της Χίου έγκειται στη στρατηγική γεωγραφική της θέση, καθώς βρισκόταν στο σταυροδρόμι των εμπορικών δρόμων που οδηγούσαν από τη Μικρά Ασία στη Μαύρη θάλασσα από τη μία, και στη Βόρεια ακτή της Αφρικής από την άλλη. Από τον 13ο αιώνα η Χίος είχε κιόλας αναδειχθεί σε σταθμό διαμετακομιστικού εμπορίου της Ανατολικής Μεσογείου και της Αιγύπτου, και ταυτόχρονα αποτελούσε εμπορικό κέντρο για πολλά ευρωπαϊκά κράτη, με συνέπεια την εγκατάσταση στο νησί αντιπροσώπων και προξένων ευρωπαϊκών κρατών που μεριμνούσαν για την διεκπεραίωση των εμπορικών και οικονομικών συμφερόντων της χώρας τους.
Η Χίος από την αρχαιότητα παρουσιάζει ακμαίο και δραστήριο ναυτικό. Στη ναυμαχία της Λάδηςτο 494 π. Χ, η Χιώτικη δύναμη συγκροτείτο από 100 πλοία και σχεδόν μόνοι τους οι Χιώτες αντιμετώπισαν τον Περσικό στόλο. Ενώ οι Χιώτες στους Περσικούς Πολέμους υπήρξαν σύμμαχοι των Αθηναίων, κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο το Χιώτικο ναυτικό αντιπαρατάχθηκε με το στόλο των Λακαιδεμονίων ενάντια στο στόλο των Αθηναίων. Στα Βυζαντινά χρόνια η Χίος χορηγούσε στην αυτοκρατορία ξυλεία για τη ναυπήγηση του στόλου της.
Την περίοδο της Γενοβέζικης κατοχής ενδυναμώθηκε σημαντικά η οικονομία του νησιού, καθώς οι Γενοβέζοι φρόντισαν ιδιαίτερα για την ανάπτυξη της ναυτιλίας και παράλληλα έδωσαν μεγάλη ώθηση στη ναυπηγική. Από τα μέσα του 15ου αιώνα η Χίος ήταν φόρου υποτελής στο Σουλτάνο. Σταδιακά ο φόρος υποτέλειας αυξανόταν μέχρι το 1566, οπότε και οι Οθωμανοί κατέλαβαν το νησί. Ακόμα και πριν την Οθωμανική κατάκτηση, οι Οθωμανοί χρησιμοποιούσαν Χιώτες τεχνίτες (καλαφάτες, μαραγκούς, τρυπάνηδες) για τη συντήρηση και ναυπήγηση του Αυτοκρατορικού στόλου στα ναυπηγεία της Καλλίπολης και της Κωνσταντινούπολης. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε και κατά τον 16ο και 17ο αιώνα.
Ακόμα και τον 19ο αιώνα και μάλιστα μετά τα τραγικά γεγονότα της σφαγής του 1822, οι Οθωμανοί βασιζόμενοι στην τεχνογνωσία και τις ικανότητες των Χιωτών ζητάνε από τους Δημογέροντες και τους Χριστιανούς διοικητές του νησιού να στείλουν μελάχηδες (ναύτες) από τη Χίο για την επάνδρωση του Βασιλικού Στόλου.
Οι Χιώτες πριν τα γεγονότα του 1822 ασχολούνταν με το εμπόριο το οποίο ήταν η κύρια πηγή πλουτισμού τους, όμως δεν είχαν ασχοληθεί με τη ναυτιλία, αφού τα εμπορεύσιμα προϊόντα τους τα μετέφεραν με πλοία άλλων νησιωτών κυρίως Ψαριανών και Υδραίων. Ο Χιώτικος εμπορικός στόλος κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 1820 ήταν περιορισμένος. Απόδειξη αυτού αποτελεί ο λόγος του Αμβροσίου Αργέντη που εκφωνήθηκε το 1820, με τον οποίο παρότρυνε τους Χιώτες να στρέψουν την προσοχή τους στη θάλασσα [2]. Η πραγματική κλίση της Χίου προς τη ναυτιλία γεννήθηκε μετά το 1822, αφού οι κάτοικοι επέστρεψαν στο ερειπωμένο νησί τους και αναζητούσαν νέες διεξόδους.
Τελικά οι Χιώτες εξαιτίας πολιτικών παραγόντων και υπό την πίεση των γεγονότων που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οδηγήθηκαν στο να γίνουν ναυτικοί. Όμως, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, από τη στιγμή που ασχολήθηκαν με τη θάλασσα ανέλαβαν εύστοχες πρωτοβουλίες, δούλεψαν σκληρά και κατέκτησαν επάξια τη θέση που τους ανήκει στο χώρο της
Ελληνόκτητης ναυτιλίας.
Εκτός από τις καταστροφικές οικονομικές συνέπειες που υπέστη το νησί εξαιτίας των τραγικών γεγονότων 1822, ταυτόχρονα και η αγορά της Σμύρνη υπέστη ανασταλτικά αποτελέσματα για την οικονομία της, καθώς οι Χιώτες έμποροι που ήταν εγκατεστημένοι εκεί απομακρύνθηκαν φοβούμενοι αντίποινα την Οθωμανικής Κυβέρνησης εναντίον τους. Οι Χιώτες που κατάφεραν να διασωθούν εγκατέλειψαν το νησί και εγκαταστάθηκαν στη Σύρο τον Πειραιά και την Πελοπόννησο. Οι ευπορότεροι έφυγαν για το εξωτερικό, Τεργέστη, Λονδίνο, Μασσαλία, όπου εκεί ίδρυσαν εμπορικούς οίκους και ανέπτυξαν τις οικονομικές και επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, πολλές φορές στηριζόμενοι σε δεσμούς συγγένειας και κοινής καταγωγής.
Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε στο Λονδίνο τους Ράλληδες, Αργέντηδες, Καλβοκορέση, Φραγκιάδη, Μαυροκορδάτους, Σκαραμαγκάδες, Σκυλίτσιδες και άλλους. Στην Τεργέστη να αναφέρουμε τους Ροδοκανάκηδες, Σεβαστόπουλο, Βούρο, Άμοιρο, Γαλάτη, Βλαστό, κλπ. Οι Χιώτες που εγκατέλειψαν το νησί, αλλά και τη Σμύρνη εδραιώθηκαν με επιτυχία στα εμπορικά κυκλώματα της Δυτικής Ευρώπης και σε λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας ιδρύοντας όλο και μεγαλύτερα εμπορικά δίκτυα διεθνών εταιρειών. Όμως η εντυπωσιακή οικονομική επιτυχία δεν συνοδεύτηκε από μία παράλληλη και ανάλογη ανάπτυξη του νησιού. Οι Χιώτες που επέστρεφαν δειλά από το 1824 και μετά, ύστερα από πρόσκληση της Υψηλής Πύλης, αναγκάστηκαν όπως προείπαμε, να στραφούν προς τη ναυτιλία και σταδιακά να δημιουργήσουν αξιόλογο ναυτικό, κάποιες φορές μάλιστα με την οικονομική ενίσχυση και συνεργασία των συμπατριωτών τους που ήταν εγκατεστημένοι εκτός Χίου.
Ομοίωμα από την εμπορική μπομπάρδα Χίου, «ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ»,
ιδιοκτησίας του Γεωργίου Ποντικού, η οποία εμφανίζεται σε λαϊκό
ζωγραφικό πίνακα του 1920 και βρίσκεται στο Ναυτικό Μουσείο
Οινουσών. Κατασκευή: Δημήτρης Μάρας, Μικροναυπηγός,
Μηχανολόγος Μηχανικός M.Sc. www.greekshipmodels.com
Η ανάπτυξη της ναυτιλίας του Βροντάδου
Το Χιώτικο Ναυτικό αρχίζει να δημιουργείται κυρίως από το 1830. Οι Χιώτες αρχίζουν να κατασκευάζουν πλοία στους παλιούς ταρσανάδες του νησιού που βρίσκονταν στα ταμπάκικα. Οι πρώτοι Χιώτες ναυτικοί που διακρίθηκαν ήταν Βρονταδούσοι. Σε αυτούς οφείλεται αρχικά η μεγάλη, ταχεία και ασφαλής προαγωγή της Χιώτικης ναυτιλίας.
Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ένας μεγάλος Βρονταδούσικος στόλος εξυπηρετούσε τις Χιώτικες εμπορικές επιχειρήσεις της Μεσογείου, του Εύξεινου Πόντου και του Ατλαντικού. Τα Βρονταδούσικα πλοία επανδρώνονταν από ναύτες εξασκημένους στην ιστιοπλοΐα και πλοιάρχους ικανούς όχι μόνο να τα ταξιδεύουν, αλλά και να φέρνουν σε πέρας με επιτυχία όλες τις εμπορικές συμφωνίες των επιχειρηματιών και εμπορικών οίκων που εκπροσωπούσαν και ταυτόχρονα να διασφαλίζουν τα προσωπικά τους συμφέροντα στις περιπτώσεις που ο ίδιος ο πλοίαρχος εργαζόταν συνεταιρικά με τον εμπορικό οίκο. Οι Βρονταδούσοι πλοίαρχοι υπήρξαν δεινοί ναυτικοί, αφού από ότι φαίνεται όντας αγράμματοι και κατέχοντας μόνο εμπειρικές γνώσεις, μπορούσαν να καθορίσουν με ακρίβεια την πορεία του πλοίου τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι Βρονταδούσοι ναυτικοί μαθήτευσαν στη ναυτική σχολή της Σύρου που ιδρύθηκε το 1828, πάλι από Χιώτες οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει εκεί. Πολλοί από τους Χιώτες που φοίτησαν στη σχολή παρέμειναν στη Σύρο, αφού το έτος 1841 από τους 1500 περίπου ναυτικούς που αναφέρονται εγκαταστημένοι εκεί, οι περισσότεροι ήταν Χιώτες. Όμως και στην περιοχή της Ερυθιανής Βροντάδου λειτούργησε ναυτική σχολή, όπου εκεί μάλιστα δίδαξε ο Βρονταδούσης ναυτοδιδάσκαλος Νικόλαος Πατρώνας. Άλλος γνωστός ναυτοδιδάσκαλος υπήρξε ο Καρδαμυλίτης Κωνσταντίνος Λαιμός. Πολύ αργότερα το 1930 ιδρύθηκε στο Βροντάδο η «Ανδρεάδειος Σχολή Εμπορικής Ναυτιλίας», που μεταπολεμικά μετατράπηκε σε «Ανδρεάδειο Ναυτικό Γυμνάσιο».
Από τις διαθέσιμες πηγές πληροφορούμαστε ότι από το 1838 έως το 1878 στα ναυπηγεία του Βροντάδου που ήταν στην περιοχή Λόντζα και Βρύση Πασά, ναυπηγήθηκαν γύρω στα 300-380 ιστιοφόρα χωρητικότητας από 25-1000 τόνους. Από το 1840-1850 οι Βρονταδούσοι είχαν περισσότερα από 150 μπρίκια, πλοία με δύο κατάρτια, χωρητικότητας 50-600 τόνων και έκαναν ταξίδια στην Αζοφική και την Αγγλία.
Τα μεγαλύτερα πλοία των Βρονταδούσων, χωρητικότητας από 650-800 τόνους, έκαναν υπερπόντια ταξίδια φτάνοντας μέχρι τη Νότια Αμερική και την Αφρική.
Το εμπορικό Ναυτικό των Καρδαμύλων
Με την πάροδο του χρόνου δημιουργήθηκαν και άλλες ναυτικές εστίες στη Χίο, αυτή της πόλης όπου, ως επί το πλείστον εγκαταστάθηκαν εκεί Βρονταδούσοι καραβοκύρηδες και καραβοκαπετάνιοι, των Καρδαμύλων[3], των Οινουσσών και της Λαγκάδας. Οι πηγές μας πληροφορούν ότι οι Καρδαμυλίτες μαθήτευσαν τη ναυτική τέχνη κοντά στους Βρονταδούσους. Προηγούμενα η κύρια απασχόλησή τους ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Ο καπετάν Άγγελος Αγγελιδάκης όμως, αναφέρει στο βιβλίο του: «Αφού οι Καρδαμυλίτες μαθήτευσαν κοντά στους Βρονταδουσίους και τους Συριανοχιώτες, την τρίτη δεκαετία του 1800 εισήλθαν δυναμικά στο ναυτικό εμπόριο, φθάνοντας στο σημείο μαζί με του Αιγνουσιώτες να συναγωνίζονται τους δασκάλους τους και τελικά να τους ξεπεράσουν» [4]. Ο Κωνσταντίνος Λαιμός υπήρξε ο πρώτος Καρδαμυλίτης Ναυτικός στον οποίο χορηγήθηκε επίσημο δίπλωμα πλοιάρχου από το νεοσύστατο Ελληνικό κράτοςστις 27 Μαΐου 1837. Τον Κων/νο Λαιμό όμως διεκδικούν και οι Αιγνουσιώτες. Αναφέρεται ότι στα 1835 ο ναυτικός στόλος των Καρδαμύλων αριθμούσε 200 ιστιοφόρα μέχρι και 500 τόνων. Όμως το πρώτο επισήμως γνωστό Καρδαμυλίτικο καράβι ήταν μία γολέτα χωρητικότητας περίπου 200 τόνων και αγοράστηκε από τον καπετάν Γιώργη Κατσούνη το 1836. Από τότε και στο εξής μέχρι και το 1910 ο στόλος ιδιοκτησίας των Καρδαμυλιτών, οι οποίοι ξεκίνησαν τις δραστηριότητες τους με μικρά ιστιοφόρα, αποτελείτο από τσερνίκια, σκούνες, γολέτες, γολετόμπρικα, μπρίκια, μπάρκα, χωρητικότητας από 500 έως 1000 τόνους, ενώ στην πρώτη δεκαετία του 1900 καταγράφονται και 3 νάβες χωρητικότητας 1600 - 1800 τόνων [5].
Κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856) τα οικονομικά οφέλη που αποκόμισαν οι Καρδαμυλίτες ήταν σημαντικά, εξαιτίας της συμμετοχής των πλοίων τους στο σιτεμπόριο της Μαύρης θάλασσας. Ταυτόχρονα σε αυτές τις επιχειρήσεις τους οι Καρδαμυλίτες χρησιμοποιούσαν από μικρά ιστιοφόρα καΐκια μέχρι μεγάλα καράβια. Μικρά καΐκια ναυπηγούνταν επίσης και στα Καρδάμυλα, όπως για παράδειγμα το καΐκι «Τραπεζούντα» του Δ. Φράγκου (1876) 50 τόνων, το καΐκι «Κωνσταντής» (1882) 45 τόνων κ.ά. Οι καραβοναυπηγοί που δούλευαν στα ναυπηγεία των Καρδαμύλων πήγαιναν και στους ταρσανάδες του Βροντάδου όπου εκεί ξεδίπλωναν την απαράμιλλη τέχνη τους στην κατασκευή περισσότερων σκαριών. Μέρος της ξυλείας εισαγόταν από το Πλωμάρι, τη Σάμο και τη Θάσο, παράλληλα όμως χρησιμοποιούνταν και εγχώριες πρώτες ύλες, όπως για παράδειγμα άλμπουρα από Καρδαμυλίτικα κυπαρίσσια και πανιά ή σχοινιά από εργαστήρια παραγωγής στην πόλη της Χίου. Σε αντίθεση με τα Βρονταδούσικα πλοία, τα Καρδαμυλίτικα ήταν πιο λυτά στην εξωτερική τους εμφάνιση. Στους ταρσανάδες των Καρδαμύλων αναφέρεται ότι στο διάστημα 1876-1918, ναυπηγήθηκαν 9 ιστιοφόρα πλοία χωρητικότητας από 50 έως 130 τόνους. Τα πλοία κυρίως ήταν νηολογημένα στο λιμάνι του Πειραιά ή της Σύρου. Όσα όμως έφεραν Οθωμανική σημαία είχαν νηολόγιο Χίου, Κωνσταντινούπολης ή Σμύρνης. Κάποιες φορές σε Καρδαμυλίτικα καράβια υπήρχαν και Οθωμανοί μέτοχοι. Έτσι οι Καρδαμυλίτες στη διάρκεια 60 χρόνων (1840-1900) κατόρθωσαν να πάρουν την πρώτη θέση στην τότε Χιώτικη ιστιοφόρο ναυτιλία. Οι καραβοκύρηδες επένδυαν συνήθως τα εισοδήματά τους στην αγορά ενός καλύτερου και μεγαλύτερου πλοίου. Τα Καρδαμυλίτικα ιστιοφόρα διακινούσαν προϊόντα σε όλη τη Μεσόγειο ενώ ταυτόχρονα συνεργάζονταν με μεγάλα ναυτιλιακά και ναυλομεσιτικά γραφεία σε μεγάλα λιμάνια [6]. Για παράδειγμα, συναντάμε Καρδαμυλίτες στη Ρουμανία, τη Γένοβα και βεβαίως τον Πειραιά. Πολλοί από του Καρδαμυλίτες καραβοκύριδες διέπρεψαν σαν έμποροι σιτηρών με βάσεις στη Μαύρη Θάλασσα, τα Ρωσικά λιμάνια και την Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα οι σπουδαίες ικανότητες των Καρδαμυλιτών και οι ναυτοσύνη που τους διέκρινε οδήγησε μεγάλους εμπορικούς οίκους να τους εμπιστευτούν και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις να χρηματοδοτήσουν τις κινήσεις τους.
Η Ναυτική εστία των Οινουσσών Πέρα από τον Βροντάδο και τα Καρδάμυλα μια άλλη ναυτική εστία ήταν, όπως προαναφέρθηκε, οι Οινούσσες που αποτελούνται από μία συστάδα 5 νησιών, βρίσκονται στα ΒΑ της Χίου και απέχουν 9 ναυτικά μίλια από αυτή. Σύμφωνα με τον Κ. Χατζηπατέρα η εκ νέου κατοίκηση των Οινουσσών, ξεκίνησε στις αρχές του 18ουαιώνα. Οι κάτοικοι, πολλοί εκ των οποίων ήταν Καρδαμυλίτες που είχαν μετοικήσει εκεί, ασχολούνταν επίσης με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Πριν το 1810 το νησί αριθμούσε 100 περίπου οικογένειες που όμως, εξαιτίας των γεγονότων του 1822,
το εγκατέλειψαν για να επιστρέψουν και αυτοί μετά το 1827. Με την επιστροφή των κατοίκων ξεκινάει και η ναυτική ιστορία των Οινουσσών, καθώς αυτοί είχαν έρθει πλέον σε επαφή με τη ναυτιλία στα νησιά του Αιγαίου που είχαν προσωρινά εγκατασταθεί, αλλά και γιατί νεαροί Αιγνουσιώτες είχαν μαθητεύσει κοντά σε Καρδαμυλίτες ναυτικούς και γιατί κάποιοι άλλοι ταξίδευαν με Βρονταδούσικα πλοία.
Οι Αιγνουσιώτες από το 1840 μαζί με τους Καρδαμυλίτες και τους Λαγκαδούσους επιδίδονταν στη μεταφορά ξυλοκάρβουνου από την Χαλκιδική και το Άγιο Όρος προς την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Το 1849 ναυπήγησαν τα πρώτα ιδιόκτητα πλοία τους στο Πλωμάρι της Λέσβου, ενώ και αυτοί προμηθεύονταν τις αρματωσιές των πλοίων τους από τη Χίο, με την οικονομική ενίσχυση υπό μορφή δανεισμού από Χιώτες κρεντιταδόρους (πιστωτές), όπως ήταν ο Στάγκαλας και ο Ζυγομαλάς.
Ο Μ. Θ. Ζυγομαλάς υπήρξε από τους κυριότερους συντελεστές ανάπτυξης της Χιώτικης εμπορικής ναυτιλίας κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα [7].
Να σημειωθεί ότι οι Αιγνουσιώτες πριν ασχοληθούν με ναυτιλιακές δραστηριότητες μεγάλης έκτασης είχαν μικρά σκάφη, τσερνίκια, με τα οποία μετέφεραν τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης στις Οινούσσες.
Η ανάπτυξη του στόλου των Αιγνουσιωτών, όπως και των Χιωτών άλλωστε, σημειώθηκε κατά των Κριμαϊκό πόλεμο, 1853-1856 εξαιτίας της μεταφοράς προϊόντων, κυρίως σιτηρών αλλά και οθωμανικών στρατευμάτων από τον κόλπο της Σμύρνης στα Δαρδανέλια. Την ίδια περίοδο οι Έλληνες έμποροι και πλοιοκτήτες στράφηκαν στην ποντοπόρο ναυτιλία, αφήνοντας κενό στο ακτοπλοϊκό εμπόριο και στο εμπόριο μεταξύ των λιμανιών της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτό το κενό εκμεταλλεύτηκαν οι Αιγνουσιώτες ναυτικοί που βγήκαν έξω από τα όρια του Αιγαίου, το οποίο όμως δεν εγκατέλειψαν, αφού το 1863 συναντάμε τους Αιγνουσιώτες να κάνουν μεταφορές μεταξύ Χίου -Μυτιλήνης - Σμύρνης και των ακτών της Μικράς Ασίας. Ασχολήθηκαν με τη μεταφορά χύδην φορτίων που αποτελούνταν από κάρβουνα, εσπεριδοειδή αλλά και συσκευασμένα φορτία, όπως ζάχαρη, σαπούνι, τσόχα, χαρτί. Παρόλα αυτά από τη δεκαετία του 1860 και έπειτα η Αιγνουσιώτικη ναυτιλία πήρε άλλη μορφή αφού ναυπηγήθηκαν και μεγαλύτερα σκάφη, με τη χρηματοδότηση και σε άλλες περιπτώσεις δανειοδότηση από Χιώτες Οθωμανούς ή Χιώτες έλληνες υπηκόους. Για παράδειγμα το 1868 μπρίκια φαίνεται να αντικαθιστούν τις βομβάρδες που ήταν πολύ μικρότερα σκάφη.
Οι διαθέσιμες πηγές μας πληροφορούν ότι το 1851 οι Αιγνουσιώτες έκτιζαν τα πλοία τους στη Σύρο και ότι οι ναυπηγήσεις των πλοίων τους εκεί διήρκησαν όλη τη δεκαετία του 1860. Το σημαντικό όμως είναι ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1850 (1854) ναυπηγήθηκαν στις Οινούσσες μία βομβάρδα 50 τόννων και μία σακολέβα 35 τόννων. Αναφέρεται δε ότι το 1868 το Αιγνουσίωτικο ναυτικό είχε αριθμούσε 30 πλοία συνολικής χωρητικότητας 3.160 τόνων. Ο στόλος των Αιγνουσιωτών αποτελείτο από βομβάρδες, σκούνες, γολέτες και γολετόμπρικα.
Το 1878 οι Αιγνουσιώτες εκμεταλλεύτηκαν για μία ακόμα φορά τις πολιτικές εξελίξεις μεταφέροντας κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο Οθωμανούς πρόσφυγες από τη Θράκη στα Μικρασιατικά παράλια με ικανοποιητικές αμοιβές. Παράλληλα εκμεταλλεύτηκαν την κατασκευή του λιμανιού και της προκυμαίας της Σμύρνης μεταφέροντας πάλι δομικά υλικά, ενώ κερδοφόρος υπήρξε και η εμπλοκή τους στις εξαγωγές σταφίδας και κρασιού από την ηγεμονία της Σάμου στην Αδριατική. Έτσι λοιπόν από το 1878 ναυπηγούσαν ή αγόραζαν ακόμα μεγαλύτερα ιστιοφόρα, όπως ήταν τα μπάρκα, ενώ από το 1885 διεύρυναν και τον κύκλο της πλεύσης τους προς τη Δυτική Μεσόγειο, τη Γένοβα τη Μασσαλία και τη Βαρκελώνη. Από το 1890 έως το 1900 σημειώθηκε η ακμή της ιστιοφόρου ναυτιλίας των Οινουσσών με την ναυπήγηση μεγάλων τρικάταρτων σκαφών. Τα καράβια δούλευαν είτε για λογαριασμό των ιδιοκτητών τους είτε με ναύλο από εμπόρους που πλήρωναν κατ’ αποκοπή ή με το κιλό [8].
Η ακμή της Χιώτικης Ναυτιλίας
Η μεγαλύτερη ακμή της ιστιοφόρου Χιώτικης εμπορικής ναυτιλίας τοποθετείται μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, μέχρι σχεδόν το 1890, οπότε και εμφανίστηκε η ατμήλατη ναυτιλία. Σύμφωνα με κατάλογο του Γιατρού Γ.Κ. Πιτταούλη κατά το 1889 η Χίος διέθετε τα εξής ιστιοφόρα:
60 πλοία χωρητικότητας κάτω των 50 τόνων έκαστο.
80 πλοία χωρητικότητας 50-100 τόνων
100 πλοία χωρητικότητας 200-500 τόνων
80 πλοία χωρητικότητας 500-1100 τόνων [9].
Από το 1900 έως το 1908 το δυναμικό του εμπορικού ναυτικού στόλου από τα 320 ιστιοφόρα αυξήθηκε στα 446. Μέσα σε 17 περίπου χρόνια προστέθηκαν άλλα 126 πλοία, αριθμός που καταδεικνύει την επιτυχημένη πορεία της Χιώτικης ναυτιλίας.
Τον 19ο αιώνα τα Χιώτικα καράβια αρμένιζαν από τη Μαύρη θάλασσα μέχρι την Αδριατική και τη Μεσόγειο. Προκειμένου για την ενίσχυση της Χιώτικης ναυτιλίας και του Χιώτικου εμπορίου συστάθηκαν στη Χίο από τα μέσα κιόλας του 19ου αιώνα (1845), ασφαλιστικές εταιρείες με καθαρά ναυτικά Χιώτικα κεφάλαια. Αναφέρουμε την εταιρεία «Αι Δύο Αδελφαί», η «Ομόνοια», η «Χίος». Στις εταιρείες οι Χιώτες αλληλοασφάλιζαν τα καράβια τους μετοχικά, αλλά και με την εγγύηση των πλοιάρχων.
Απόδειξη εξοφλήσεως ασφαλίστρων στη Ναυτική Τράπεζα – Ναυτασφαλιστική Εταιρία «ο Αρχάγγελος». 26 Φεβρουαρίου 1876. ΦΩΤΟ: Ναυτικό Μουσείο Αιγαίου.
Οι εταιρείες αυτές μάλιστα προσέφεραν τις υπηρεσίες τους και σε άλλους νησιώτες του Αιγαίου. Παράλληλα στη δεκαετία του 1870 ιδρύθηκε η τράπεζα «Αρχάγγελος» το μοναδικό πιστωτικό ίδρυμα στη Χίο, της οποίας όμως η πτώχευση μετά τον καταστροφικό σεισμό τους 1881 επέφερε μεγάλη οικονομική κρίση στο νησί, γιατί χάθηκαν πολλά χιώτικα κεφάλαια.
Οι Χιώτες αγόραζαν τα πλοία τους είτε μόνοι είτε συνεταιρικά. Τα θαλασσοδάνεια, όπως και τα ομόλογα ξηράς, αλλά και τα μερίδια που κατείχαν ιδιοκτήτες των πλοίων υπήρξαν τρόποι χρηματοδότησης της τότε ναυτεμπορικής δράσης. Πολλοί αγόραζαν παλαιά πλοία, όπως έγινε με τους Καρδαμυλίτες στην αρχή της πορείας της ναυτιλίας τους, τα οποία τα επισκεύαζαν γρήγορα και επιδίδονταν αμέσως σε ταξίδια για να τα ξεχρεώσουν, καθώς οι περισσότεροι αγόραζαν πλοία επί πιστώσει [10].
http://perialos.blogspot.gr/2013/04/blog-post.html
Το Β΄ και τελευταίο ΜΕΡΟΣ συντόμως στο Περί Αλός…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Η παρούσα μελέτη αποτελεί περίληψη διάλεξης που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της Διημερίδας «Ναυτιλία: Επιχειρηματικότητα, Τεχνολογία και Εκπαίδευση» του Τμήματος Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου Αιγαίου στις 28-29/3/2008.
[2] Ο λόγος του Αμβρόσιου Αργέντη ο οποίος φέρει τον τίτλο «ει συμφέρει τοις Χίοις ναυπηγείσθαι», εκφωνήθηκε ενώπιον των προυχόντων του νησιού το 1820 και δημοσιεύτηκε το ίδιο έτος στον «Λόγιο Ερμή». Επίσης βλ. Αλ. Παχνού, «Το Χιακόν Εμπορικόν Ναυτικόν», Χιακά Χρονικά, τευχ. 6ο, εν Αθήναις 1926, σσ. 203-222
[3] Αναφορικά με την ιστορία του ναυτικού των Καρδαμύλων, οι μελέτες του καπετάν Άγγελου Αγγελιδάκη παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς ο συγγραφέας κατάφερε να συγκεντρώσει πολύτιμες και κατατοπιστικές πληροφορίες σχετικά με το θέμα.
[4] Αγγελιδάκης Α., Οι Καρδαμυλίτες του Πελάγους, τ. Α΄ Ιστιοφόρα, Αθήνα, 1998, σ. 21
[5] Αγγελιδάκης Α., Οι Καρδαμυλίτες του Πελάγους, τ. Α΄, σ. 22, όπου εκεί παρατίθενται και επιπλέον πληροφορίες για τις 3 νάβες. Συγκεκριμένα: «Μάρκος και Νικόλαος Νοτιάς, 1900, Νάβα 1200 τόννων, Παπαλιός & Αγγελικούσης, 1908, Νάβα 1600 τόννων, Ξυλάς Παναγιώτης, 1907, Νάβα 1800 τόννων».
[6] Αγγελιδάκης Α., Οι Καρδαμυλίτες του Πελάγους, τ. Α΄ σ. 44
[7] Στο μαυσωλείο του στην κατοικία του στον κάμπο, όπου υπάρχει και ο ναός του Αγίου Βλασίου, υπάρχει το άγαλμα της ναυτιλίας, έργο του γλύπτη Γεωργίου Μπονάνου. Θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της γλυπτικής του 19ου αιώνα. Στην επιτύμβια στήλη διαβάζουμε: «θαλασσινοί, ο θεός να σας φυλάει και στη θάλασσα και στη στεριά». Το επιτύμβιο αυτό άγαλμα της Ναυτιλίας που φιλοτεχνήθηκε το 1890 αντικατοπτρίζει την ακμή της ιστιοφόρου ναυτιλίας της Χίου τον 19ο αιώνα.
[8] Σπέης Γ. Ι., Το Γκλεζούνι, Η δημιουργία της Ναυτιλίας των Οινουσσών μέσα από ένα ναυτικόεμπορικό μαθηματάριο του 1874 βασισμένο στη Λογαριαστική του Ε. Γλυζούνιου, Ταμείο Ευπραγίας Οινουσσών, σ. 56.
[9] Λαιμού Α., Η Εμπορική Ναυτιλία της Χίου, Αθήναι 1963, σσ. 91-92.
[10] Λαιμού Α., Η Εμπορική Ναυτιλία της Χίου, σσ. 224-225.